- αγλαοεργός
- ἀγλαοεργός, -ον (Α)ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγλαοεργός — ennobled by works masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek